-
1 комнатный
επ.του δωματίου•-ая дверь η πόρτα του δωματίου•
-ая температура θερμοκρασία δωματίου•
-не растения φυτά δωματίου•
-ая собака σκυλάκι δωματίου.
-
2 камерный
επ.1. του κελιού της φυλακής•-сторож φύλακας κελιού φυλακής.
2. θαλαμωτός.3. του θαλάμου.4. του δωματίου•-ая музыка μουσική δωματίου.
-
3 комнатный
комнат||ныйприл τοῦ δωματίου, τής κάμαρας:\комнатныйная температура ἡ θερμοκρασία τοῦ δωματίου. -
4 στην
στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία -
5 размер
размерм1. (величина) τό μέγεθος, ἡ ἔκταση [-ις]:стол \размером в метр τραπέζι μεγέθους ἐνός μέτρου· \размер комнаты οἱ διαστάσεις τοῦ δωματίου· \размер заработной платы τό ποσόν τοῦ μισθοῦ·2. (мерка, номер) ὁ ἀριθμός, τό νούμερο:\размер ботинок τό νούμερο (или ὁ ἀριθμός) τῶν παπουτσιών3. (степень) Ί\ ἔκταση:\размер бедствия ἡ ἔκταση καταστροφής· в небольших \размерах σέ μικρή ἔκταση· в широких \размер"ах σέ μεγάλη ἔκταση·4. (стиха) τό μέτρο[ν]·5. муз. ὁ χρόνος. -
6 камерный
муз. του δωματίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > камерный
-
7 музыка
η μουσικήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > музыка
-
8 антенна
антеннаж радио ἡ κεραία, ἡ ἀντέν-(ν)α:комнатная \антенна ἡ ἀντέν(ν)α (τοῦ) δωματίου. -
9 метраж
метражм1. (ткани, киноленты) τό μετράζ, τό μήκος σέ μέτρα·2. (комнаты) τό ἐμβαδόν τοῦ δωματίου. -
10 стеиа
стеи||аж ὁ τοίχος, τό ντουβάρι, τό μουράγιο:городская \стеиа τά τείχη τής πόλης· воздвигнуть стену κτίζω τείχος· \стеиа комнаты ὁ τοίχος τοῦ δωματίου· окружить \стеиаой περιτειχίζω· ◊ в четырех \стеиаа́х κλεισμένος μέσα (στό σπίτι)· припереть, прижать кого́-л. к \стеиае κολλώ κάποιον στον τοίχο, στριμώχνω κάποιον лезть на стену γίνομαι ἔξαλλος. -
11 внутренность
-и θ.1. εσωτερικότητα, το εσωτερικό•внутренность комнаты το εσωτερικό του δωματίου.
|| ψυχικός κόσμος. || το περιεχόμενο εσωτρικά.2. πλθ. -и, -ей τα εντόσθια. -
12 проветривание
-я ουδ.αερισμός•проветривание комнаты αερισμός του δωματίου.
-
13 среди
κ. средь πρόθ. με γεν.1. στη μέση, στο μέσον στο κέντρο•стоять - комнаты στέκομαι στη μέση του δωματίου•
среди города στο κέντρο της πόλης•
встать среди ночи σηκώνομαι τα μεσάνυχτα.
2. (ανα)μεταξύ, ανάμεσα•-нас нет подозрительного лица ανάμεσα μας δεν υπάρχει ύποπτο πρόσωπο.
-
14 стена
-ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.1. τοίχος•каменная стена πέτρινος τοίχος•
-ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.
2. το τείχος•стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•
-ы города τα τείχη της πόλης.
|| μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).
3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•стена рва η πλευρά της τάφρου.
εκφρ.стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•стена в -у – βλ. προηγούμενη έκφραση•стена на -у – βλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•в четыре -ах (сидеть,жить – κ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως. -
15 προήκω
A to have gone before, be the first,ἀξιώσει Th.2.34
;χρήμασι X.HG7.1.23
;χρόνῳ τῶν ἄλλων S.E.M.9.1
; τοῖς χρόνοις ib.1.204.2 to have advanced,π. ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας Ar.Nu. 513
;τὴν ἡλικίαν LXX 4 Ma.5.4
;ἡλικίᾳ D.C.58.27
;καθ' ἡλικίαν Plu.Alc.13
; also,ἔχειν ἡλικίαν πλέον προήκουσαν Arist.Pol. 1336b18
(s.v.l.); [ ὁρῶ] τὰ πράγματ' εἰς τοῦτο προήκοντα have come to this pass, D.3.1; of Time,τῆς ἡμέρας προηκούσης Plu.Brut.15
; also ἐπὶ προηκούσῃ τῇ πραγματείᾳ as my work proceeds, Gal.2.573. -
16 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω. -
17 температура
1. физ. η θερμοκρασία- ζέσηςкомнатная - δωματίου/περιβάλλοντος2. мед. о πυρετός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > температура
-
18 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
-
19 квадратура
-ы θ.το.εμβαδό•квадратура комнаты το εμβαδό δωματίου.
εκφρ.квадратура круга – τετραγωνισμός του κύκλου (άλυτο πρόβλημα) και μτφ. για κάθε τι άλυτο. -
20 передел
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σκύρου — Στη βορειοανατολική πλευρά της Χώρας του νησιού, στους πρόποδες του κάστρου και κάτω ακριβώς από τη γραφική πλατεία Μπρουκ (Brooke), άρχισε να χτίζεται το 1963 και εγκαινιάστηκε δέκα χρόνια αργότερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σκύρου. Το μουσείο… … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
Μουσείο Προϊστορικής Θήρας — Το μουσείο που στεγάζει τα αριστουργήματα της προϊστορικής Θήρας εγκαινιάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα την άνοιξη του 2000. Στα 600 τ.μ. του δεύτερου ορόφου του κτιρίου, που έχουν διαμορφωθεί με σύγχρονη μουσειακή αντίληψη, εκτίθενται, χωρισμένα σε… … Dictionary of Greek